Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Ο πολιτικός λόγος σαν διαφημιστική ατάκα

από την καθημερινή ,

αν και οι εκλογές έχουν παρέλθει, το φαίνομενο είναι διαχρονικό και δεν φαίνεται ότι κάτι θα αλλάξει στο μέλλον


Tου Παντελη Μπουκαλα

Και κουρασμένος να μην είσαι από τον ημερήσιο κάματο, σε εξουθενώνει ο «υψηλός πυρετός» που σου μεταδίδουν τα βραδινά δελτία ειδήσεων. Γλαρώνεις λοιπόν στον καναπέ, μισοκλείνεις τα μάτια κι έτσι δεν βλέπεις πότε πέφτει στη μικρή οθόνη το σήμα που προειδοποιεί (σχεδόν απειλητικά) ότι «ακολουθεί πολιτική διαφήμιση». Ετσι μάλιστα όπως οι διαφημίσεις καταναλωτικών προϊόντων είναι ενσωματωμένες στο κανονικό δελτίο ειδήσεων, σαν επίσημο τμήμα του, η μισοναρκωμένη συνείδησή σου δυσκολεύεται να βάλει σε τάξη τις λέξεις που φτάνουν εν συγχύσει στο αυτί σου, να ξεκαθαρίσει ποιες είναι οι ειδησεολογικές, ποιες των αγοραίων διαφημίσεων και ποιες των διαφημίσεων πολιτικού περιεχομένου. Ακούς λοιπόν τη χαρμόσυνη φράση «Πρώτα ο πολίτης», την μπερδεύεις υποσυνείδητα με μιαν άλλη επίσης τερπνή, «Πρώτα ο πελάτης», και αδυνατείς να καταλάβεις αν το μήνυμα που σε πολιορκεί προπαγανδίζει κόμμα, τράπεζα ή σούπερ μάρκετ. «Με σύμμαχο εσένα», ακούς, α, λες, με το ηθικό σου στα ύψη από τον τόσο σεβασμό με τον οποίο κάποιοι άγνωστοί σου δηλώνουν ότι σε αντιμετωπίζουν, αυτό το σλόγκαν πρέπει να ’ναι κάποιας ασφαλιστικής εταιρείας ή κάποιας επιχείρησης με κινητά, αυτές, κι ο κόσμος να χαλάσει, δεν θα πάψουν να διαφημίζονται. Πριν το δέσεις κόμπο όμως, ακούς το μήνυμα «Ο κόσμος μας, εσύ», αχά, συμπεραίνεις ενθουσιασμένος, ιδού και το πολιτικό προεκλογικό σύνθημα. Κι ευθύς αμέσως, συγκινημένος που πέτυχες να καθαρίσεις το στάρι από την ήρα, ανοίγεις τα μάτια σου κι αλλάζεις κανάλι. Και ξαναβλέπεις τις ίδιες διαφημίσεις. Και, σχεδόν με ντροπή, συνειδητοποιείς πως έχεις πέσει έξω: το «Με σύμμαχο εσένα» είναι σύνθημα κομματικό, ενώ το «Ο κόσμος μας, εσύ» είναι σλόγκαν... κοσμολογικό, της ΚΟΣΜΟΤΕ δηλαδή.


Το ότι οι πολιτικές και οι εμπορικές διαφημίσεις μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό (με τη μόνη διαφορά ότι το νερό των πολιτικών θολώνει όταν το περιεχόμενό τους είναι γκρίζο, «αρνητικό»), το ότι αποβλέπουν στην κολακεία και στον εντυπωσιασμό ούτε τυχαίο φαινόμενο είναι αλλά ούτε και σημερινό. Πάνε χρόνια τώρα που τα κομματικά επιτελεία παρά να στύβουν το κεφάλι τους για να πετύχουν τις εύηχες λέξεις, που θα λειτουργήσουν σαν δέλεαρ ή σαν σαγήνη, σαν δίχτυ παγιδευτικό, αναθέτουν αυτή τη βαριά υπηρεσία σε διαφημιστές, σε σεναριογράφους και σκηνοθέτες που αναλαμβάνουν να ετοιμάσουν ένα ελκυστικό φιλμάκι. Αυτοί, είτε «ιδέες» και «οράματα» καλούνται να προωθήσουν στην αγορά είτε αυτοκίνητα ή γαλακτοκομικά προϊόντα, με την ίδια λογική θα κινηθούν και την ίδια γλυκερή αισθητική θα υπηρετήσουν.

Ο πόθος για το σλόγκαν, η βουλιμία για την ατάκα, αυτός είναι ο νόμος που διέπει τον διαφημιστικό λόγο, αν βέβαια είναι νοητό να του αποδοθεί ο βαρύς για τις πλάτες του χαρακτηρισμός του «λόγου». Οι λέξεις δεν επιλέγονται με βάση τη νοηματική τους ισχύ και καθαρότητα, αλλά με κριτήριο τη γυαλάδα τους, τον ηχητικό τους όγκο. Ομολογουμένως, η δουλειά πρέπει να είναι αρκετά δύσκολη, δεδομένου ότι στα μεταπολιτευτικά χρόνια οι λέξεις - σύμβολα έχουν χρησιμοποιηθεί και ξαναχρησιμοποιηθεί κατά κόρον (η «αλλαγή», λ. χ., η «νέα εποχή» κ. ο. κ.), με αποτέλεσμα να ξεθυμάνουν. Το ίδιο ακριβώς έχουν υποστεί τα συνθήματα - κλειδιά (το «φτάνει πια», επί παραδείγματι), τα οποία κάποτε κάτι σήμαιναν, αλλά από την πολλή χρήση έχασαν την οξύτητά τους και απόμειναν σκέτα κελύφη. Επιβαρυντικά, ως προς την απαξίωση λέξεων, εννοιών και συνθημάτων, λειτούργησε το γεγονός ότι (σχεδόν) όλοι δανείζονται από (σχεδόν) όλους, όλοι αντιγράφουν όλους, ίσως επειδή απευθύνονται στα ίδια πάνω - κάτω διαφημιστικά γραφεία. Τα δύο κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, εναλλάσσονται και στη χρήση των ίδιων συνθημάτων, ενώ το λαϊκιστικότατο ΛΑΟΣ αγρεύει συνθήματα από όλο το πολιτικό φάσμα, για να θολώσει ακόμα περισσότερο τα νερά του. Το «φτάνει πια», για να επανέλθω στο συγκεκριμένο σύνθημα, το χρησιμοποίησε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στις εκλογές του 2004 η Νέα Δημοκρατία, ενώ τώρα ακούγεται ηχηρό από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ. Στο μεσοδιάστημα ωστόσο το έχουν προβάλει με τα πανό τους ή το έχουν φωνάξει στους δρόμους άλλης πολιτικής κατεύθυνσης πολίτες, ούτε Νεοδημοκράτες ούτε Πασοκτζήδες. Και αν οι επόμενες εθνικές εκλογές αναδείξουν κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, οι της Ν. Δ. θα σπεύσουν να βροντοφωνάξουν «φτάνει πια» μέσα στο πρώτο τρίμηνο. Και τότε το ΠΑΣΟΚ θα ανταπαντά καταγγέλλοντάς τους ό, τι ακούει τώρα το ίδιο, πως δηλαδή «πάσχουν από βουλιμία για την εξουσία». Κύκλος ή βρόχος, αποφασίζει ο καθείς κατά την πεποίθησή του.

Δεν φτώχυνε βέβαια το λεξιλόγιο της ελληνικής. Οι ιδέες όσων διαχειρίζονται τη μοίρα μας φτώχυναν, συρρικνώθηκαν, έχασαν τους χυμούς τους, ευτελίστηκαν, γι’ αυτό και ο δημόσιος λόγος τους εμφανίζεται όλο και συχνότερα σαν μια συρραφή από ατάκες, σαν μια ασύντακτη παράθεση ευφυολογημάτων (με πλέον ασυγκράτητο στο άθλημα αυτό τον κ. Καρατζαφέρη, διαφημιστικής άλλωστε καταγωγής). Πόσες φορές ακόμα μπορούν οι εταίροι του δικομματισμού να εξαγγείλουν «διαφάνεια σε όλα και για όλους», να υποσχεθούν «κάθαρση», να δεσμευτούν, και δη κάθετα, πως θα προασπίσουν την αξιοκρατία και θα πατάξουν τον κομματισμό (κατακαημένο ΑΣΕΠ...), να εμφανιστούν με ύφος αρειμάνιο κρατώντας το γνωστό «μαχαίρι που θα φτάσει ώς το κόκαλο», όταν οχυρώνονται πίσω από τον ουσιαστικά ανήθικο «νόμο περί ευθύνης υπουργών», σφραγίζουν άρον άρον τη Βουλή με στόχο την παραγραφή και δηλώνουν απλώς ότι «αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη», βέβαιοι όντες ότι η δήλωση ανάληψης ισούται με την πράξη της ανάληψης, και επίσης βέβαιοι ότι οι οπαδοί τους θα τους πιστέψουν, οπότε ποιος ο λόγος να ενδιαφερθούν για τους υπόλοιπους;

Οι διαφημίσεις των διαφόρων προϊόντων ποντάρουν στην κουρασμένη μνήμη του καταναλωτή. Οι κατασκευαστές τους δηλαδή ελπίζουν πως, όταν πλασάρουν στην αγορά τη δεύτερη ή την τρίτη γενιά του ίδιου «αγαθού», οι πιθανοί αγοραστές θα έχουν ήδη λησμονήσει τον μελίρρυτο λόγο με τον οποίο είχαν εισαγάγει το «αγαθό» αυτό την πρώτη του φορά. Για να γίνει πιστευτό, λ. χ., ότι τα ξυραφάκια με τις τρεις ή τέσσερις ελπίδες είναι αποτελεσματικότατα, σχεδόν στα όρια του θαύματος, θα πρέπει αυτός που είχε πειστεί να αγοράσει το ξυραφάκι με τις δύο λεπίδες να έχει ήδη ξεχάσει ότι και εκείνο, το... διλέπιδο, σαν θαύμα τού το είχαν παρουσιάσει. Ετσι και με τους κομματικούς μηχανισμούς. Ποντάρουν στην κόπωση της μνήμης των πολιτών, ελπίζουν δηλαδή πως όταν εκτοξεύουν τις νέες ή νεοφανείς ατάκες τους δίκην πολιτικού λόγου, θα έχουμε ήδη ξεχάσει τις παλαιότερές τους. Αλλά πόσες φορές μπορεί να ανεχθεί τον ίδιο εμπαιγμό ένας πολίτης που αρνείται να τον αντιμετωπίζουν σαν πελάτη, και μάλιστα αυτοκαταστροφικώς επιλήσμονα;